Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αν παρουσιαστεί

  • 1 ευκαιρία

    η
    1) удобный случай; удобный момент; благоприятная возможность; оказия;

    δράττομαι ( — или επωφελούμαι) της ευκαιρίας — или χρησιμοποιώ την ευκαιρία — воспользоваться удобным случаем;

    μου δίδεται η ευκαιρία — мне представляется удобный случай;

    βρίσκω ευκαιρία — пользоваться удобным случаем;

    αν παρουσιαστεί ευκαιρία — или ευκαιρίας δοθείσης ( — или τυχούσης) — если представится удобный случай;

    2) свободное время, досуг;

    § είς πρώτην ευκαιρίαν — при первой возможности;

    με πρώτη ευκαιρία — при первом удобном случае; — с первой оказией;

    αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας — дёшево купить, купить по случаю;

    με την ευκαιρία, επ' ευκαιρία — или επί τη ευκαιρία — по случаю чего-л.; — в связи с чём-л.;

    με την ευκαιρία της επετείου — по случаю годовщины;

    επ' ευκαιρία της μεταβάσεως του — в связи с его переездом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευκαιρία

См. также в других словарях:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… …   Dictionary of Greek

  • αγνωσία — Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή… …   Dictionary of Greek

  • αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… …   Dictionary of Greek

  • ακατάλληλος — η, ο (Α ἀκατάλληλος, ον) αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος «ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ανάκλητος — Όνομα δύο παπών της Ρώμης. 1. Α. Α’ (ή Ανέγκλητος). Αθηναίος, γιος του φιλόσοφου Αντίοχου. Διετέλεσε επίσκοπος της Ρώμης στο τέλος του 1ου αι., δεύτερος στη σειρά μετά τον Αίνο. Μαρτύρησε στους διωγμούς των χριστιανών και η Δυτ. Εκκλησία τον τιμά …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • ανεπάρκεια — Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται όργανο ή ιστός του σώματος που δεν είναι σε θέση να επιτελέσει αποτελεσματικά τη λειτουργία του. Η α. οφείλεται βασικά σε οργανική βλάβη, αλλά είναι δυνατόν να παρουσιαστεί χωρίς την εμφανή πρόκληση οργανικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»